Ένας εμμετρωπικός (εν μέτρο) οφθαλμός, που αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικό» οφθαλμό (βλ. εικόνα δεξιά), είναι αποτέλεσμα της αρμονικής συσχέτισης των παραπάνω διαθλαστικών επιφανειών (κερατοειδής, φακός) με το μέγεθος (αξονικό μήκος) του οφθαλμού, εξασφαλίζοντας ευκρινή μακρινή και κοντινή όραση. Είναι αρκετά πιθανόν κάποιοι οφθαλμοί να διαφέρουν από «τον κανόνα», να έχουν για παράδειγμα μεγαλύτερο ή μικρότερο αξονικό μήκος από το «φυσιολογικό» οφθαλμό, με αποτέλεσμα η διαθλαστική ισχύς να μην εξασφαλίζει ευκρινή όραση για όλες τις αποστάσεις. Με άλλα λόγια ο οφθαλμός μπορεί να θεωρηθεί πως είναι πολύ ισχυρός/ασθενής για το μήκος του ή πολύ μακρύς/κοντός για τη συνολική διαθλαστική δύναμή του. Αυτές οι διαθλαστικές καταστάσεις (διαθλαστικά σφάλματα) κατηγοριοποιούνται ως «αμετρωπίες».
Υπολογίζεται πως περίπου 800 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο εμφανίζουν κάποιο διαθλαστικό σφάλμα όρασης (2.3 δισεκατομμύρια αν συνυπολογίσουμε και την πρεσβυωπία). Η «εμμετρωποίηση», ο μηχανισμός που συντονίζει (συνήθως σε ηλικίες < 8 ετών), με τη συμμετοχή γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, την ανάπτυξη των συνιστωσών του οφθαλμού για την επίτευξη της εμμετρωπίας στους περισσότερους οφθαλμούς, είναι πιθανόν να «επέμβει» ώστε να αντισταθμίσει σε κάποιον βαθμό τα διαθλαστικά σφάλματα (π.χ ο κερατοειδής να αναπτυχθεί με λιγότερη ισχύ για να διασφαλίσει ευκρινή εικόνα σε έναν οφθαλμό με μεγαλύτερο του κανονικού αξονικό μήκος).