Εμμετρωπία και Διαθλαστικά σφάλματα
ΕΜΜΕΤΡΩΠΙΑ
H λειτουργική όραση στον άνθρωπο προϋποθέτει το σχηματισμό ενός ευκρινούς ειδώλου στον αμφιβληστροειδή, τον φωτοευαίσθητο χιτώνα στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Όπως κάθε οπτικό σύστημα (π.χ. φωτογραφική μηχανή) που «συγκεντρώνει» το φως, έτσι και ο ανθρώπινος οφθαλμός αποτελείται από διαθλαστικές (κυρτές) επιφάνειες (κερατοειδής και κρυσταλλοειδής φακός) με σκοπό την σύγκλιση των ακτινών του φωτός στον αμφιβληστροειδή. Επιπλέον η ευκρινής όραση στους νεαρούς οφθαλμούς εξασφαλίζεται για ένα μεγάλο εύρος αποστάσεων μέσω της διαδικασίας της προσαρμογής, δηλαδή της αύξησης της διαθλαστικής δύναμης του οφθαλμού μέσω της αύξησης της καμπυλότητάς του κρυσταλλοειδή φακού.
Ένας εμμετρωπικός (“εν μέτρο”) οφθαλμός, που αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικό» οφθαλμό (βλ. εικόνα δεξιά), είναι αποτέλεσμα της αρμονικής συσχέτισης των παραπάνω διαθλαστικών επιφανειών (κερατοειδής, φακός) με το μέγεθος (αξονικό μήκος) του οφθαλμού, εξασφαλίζοντας ευκρινή μακρινή και κοντινή όραση.
Είναι αρκετά πιθανόν κάποιοι οφθαλμοί να διαφέρουν από «τον κανόνα», να έχουν για παράδειγμα μεγαλύτερο ή μικρότερο αξονικό μήκος από το «φυσιολογικό» οφθαλμό, με αποτέλεσμα η διαθλαστική ισχύς να μην εξασφαλίζει ευκρινή όραση για όλες τις αποστάσεις. Με άλλα λόγια ο οφθαλμός μπορεί να θεωρηθεί πως είναι πολύ ισχυρός/ασθενής για το μήκος του ή πολύ μακρύς/κοντός για τη συνολική διαθλαστική δύναμή του. Αυτές οι διαθλαστικές καταστάσεις (διαθλαστικά σφάλματα) κατηγοριοποιούνται ως «αμετρωπίες». Υπολογίζεται πως περίπου 800 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο εμφανίζουν κάποιο διαθλαστικό σφάλμα όρασης (2.3 δισεκατομμύρια αν συνυπολογίσουμε και την πρεσβυωπία).
Η «εμμετρωποίηση», ο μηχανισμός που συντονίζει (συνήθως σε ηλικίες < 8 ετών), με τη συμμετοχή γενεττικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, την ανάπτυξη των συνιστωσών του οφθαλμού για να την επίτευξη της εμμετρωπίας στους περισσότερους οφθαλμούς, είναι πιθανόν να «επέμβει» ώστε να αντισταθμίσει σε κάποιον βαθμό τα διαθλαστικά σφάλματα (π.χ ο κερατοειδής να αναπτυχθεί με λιγότερη ισχύ για να διασφαλίσει ευκρινή εικόνα σε έναν οφθαλμό με μεγαλύτερο του κανονικού αξονικό μήκος).
Στο παρελθόν συνηθίζονταν η κατηγοριοποίση των διαθλαστικών σφαλμάτων σε α) αξονικά σφάλματα και β) σε σφάλματα διάθλασης. Τα αξονικά διαθλαστικά σφάλματα οφείλονταν στο υπερβολικά μικρό (υπερμετρωπία) ή μεγάλο (μυωπίά) αξονικό μήκος του οφθαλμού, με τη διαθλαστική του ισχύ να θεωρείται ως φυσιολογική. Αντίθετα, τα σφάλματα διάθλασης υποτίθεται ότι είχαν αιτία την εσφαλμένη συνολική διοπτρική ισχύ του οφθαλμού (ισχυρότερη στη μυωπία, ασθενέστερη στην υπερμετρωπία), ενώ το αξονικό του μήκος θεωρούνταν κανονικό.
Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του διαθλαστικού σφάλματος και των τιμών των διαφόρων οφθαλμικών παραμέτρων είναι αρκετά σύνθετη, οπότε σήμερα ένας τέτοιος διαχωρισμός θεωρείται αδόκιμος. Για παράδειγμα, σύγχρονες βιομετρικές μελέτες του οφθαλμού έχουν δείξει ότι οι εμμετρωπικοί οφθαλμοί δύναται να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις, λόγω του μηχανισμού «εμμετρωποίησης» α) στη διαθλαστική τους ισχύ και β) στο αξονικό τους μήκος, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι δύσκολο να ορίσουμε ένα «φυσιολογικό» αξονικό μήκος ή μια «φυσιολογική» συνολική διοπτρική ισχύ για τον εμμετρωπικό οφθαλμό. Σήμερα πιστεύεται όμως ότι τα διαθλαστικά σφάλματα (μυωπία και υπερμετρωπία) οφείλονται στο εσφαλμένο ταίριασμα μεταξύ του αξονικού μήκους του οφθαλμού με τη συνολική διοπτρική του δύναμη.
(εικόνα δεξιά: μυωπικός (πάνω) και εμμετρωπικός (κάτω) οφθαλμός – απεικόνιση με μαγνητική τομογραφία, Atchison et al., 2004)